- ἐνριγισκάνω
- ἐνρῑγισκάνω,A shiver in,
τριβώνιον πονηρὸν οἷον -ειν Com.Adesp.10
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβώνιον πονηρὸν οἷον -ειν Com.Adesp.10
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενριγισκάνω — ἐνριγισκάνω (Α) ενριγώ … Dictionary of Greek